Ουδέν αναληθέστερο. Η «Ορθόδοξη Αλήθεια» επιχειρεί να καταρρίψει αυτούς τους αστικούς μύθους μέσα από συγκεκριμένα γεγονότα και έγγραφα, που αποδεικνύουν ότι ουδέποτε ο Νίκος Καζαντζάκης αφορίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στα γεγονότα του 1957 ξεχωρίζει η ιστορία ενός στρατιωτικού ιερέα -ο οποίος ακόμη βρίσκεται εν ζωή-, του π. Σταύρου Καρπαθιωτάκη, που συνόδευσε τον Καζαντζάκη στην τελευταία κατοικία του, και μάλιστα χρειάστηκε να φύγει από το στρατόπεδο όπου υπηρετούσε, χωρίς άδεια. Μάλιστα, για την πράξη του αυτή δικάστηκε από Στρατοδικείο, το οποίο και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 20 ημερών.
Η ιστορία του π. Σταύρου, καθώς και τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην Κρήτη το 1957, την ημέρα της κηδείας του συγγραφέα, δεν έχουν σημασία αν δεν τα εντάξει κάποιος στο γενικότερο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, όταν οι αριστερών πεποιθήσεων διανοούμενοι στον δυτικό κόσμο βρίσκονταν σε δυσμένεια. Λίγο πριν από την κηδεία του Καζαντζάκη στο Ηράκλειο, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ευγένιος Ψαλιδάκης επικοινώνησε με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να ενημερώσει για την κατάσταση και να λάβει σχετικές οδηγίες.
Η απάντηση που έλαβε ήταν ότι εναπόκειται στον Αρχιερέα πώς θα χειριστεί το ζήτημα. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος κλήθηκε να αποφασίσει για την τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας του Νίκου Καζαντζάκη.
Τα γεγονότα σχετικά με την εξόδιο εξιστορεί σε κείμενό του με τον τίτλο «Η Εκκλησία και ο Νίκος Καζαντζάκης» ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέας, σημειώνοντας μεταξύ άλλων τα εξής: «Το πρόβλημα, βέβαια, των σχέσεων του Καζαντζάκη με την Εκκλησία, και ειδικότερα τα θρυλούμενα περί αφορισμού του και μη ενταφιασμού του από την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι επιμέρους ζήτημα των σχέσεων που είχε ο μεγάλος διανοούμενος και στοχαστής με τον Θεό, την πίστη και την Εκκλησία.
Βέβαια, οι μύθοι αυτοί βοηθήθηκαν και από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής και από τη δυσπιστία συγκεκριμένων κοινωνικών δυνάμεων προς την Εκκλησία, κυρίως εκ του γεγονότος ότι στη δυτική Ευρώπη το Βατικανό στήριξε τα λαϊκά κόμματα.
Την ίδια όμως στιγμή, η Εκκλησία περνούσε δύσκολες ημέρες στην τότε Σοβιετική Ενωση και στα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας». Στη συνέχεια, ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου αναφέρει: «Για την εξόδιο, τη νεκρώσιμη δηλαδή ακολουθία του Καζαντζάκη, τα δεδομένα είναι σαφέστατα. Εγινε κανονικά στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στο Ηράκλειο, με όλα τα προβλεπόμενα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα προεξήρχε ο Κρήτης Ευγένιος μετά του πρωτοσυγκέλου του» και 17 ιερέων.
Τα περί αντιθέτου λεγόμενα αποτελούν μύθο, δημιουργηθέντα κυρίως από κάποιους κύκλους θρησκευομένων και αθέων, οι οποίοι για δικούς τους λόγους επιζητούσαν και ήθελαν έναν αφορισμένο Καζαντζάκη. Είναι όμως βέβαιο ότι οι μύθοι συνοδεύουν μεγάλες μορφές και τέτοιος υπήρξε ο διανοούμενος, ο στοχαστής, διαχρονικός συγγραφέας της Κρήτης, Νίκος Καζαντζάκης».
Σε τεταμένο κλίμα, με χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους του Ηρακλείου, αρκετούς υποστηρικτές της άποψης ότι η Εκκλησία δεν θα έπρεπε να τελέσει εξόδιο ακολουθία για τον Νίκο Καζαντζάκη, αλλά και πολλούς άλλους που υποστήριζαν το αντίθετο, βρέθηκε ένα ιερέας να ακολουθεί τον Καζαντζάκη στην τελευταία κατοικία του. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο τότε στρατιωτικός ιερέας π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης δεν έλαβε από κανέναν τέτοια εντολή.
Αυτό προκύπτει από όσα ανέφερε κάποια χρόνια αργότερα στη δημοσιογράφο κυρία Πρεβελάκη και αποδεικνύουν την παράτολμη απόφασή του να φύγει από το στρατόπεδο, χωρίς σχετική άδεια, για να φτάσει στον χώρο του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά. Την ταυτότητά του αποκάλυψε ο ίδιος το 1972 στη Χανιώτισσα δημοσιογράφο κυρία Πρεβελάκη, όπως εξηγεί: «Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουν στρατιώτης και παπάς, και υπηρετούσα τη θητεία μου στο Ηράκλειο.
Μια ημέρα πριν από την κηδεία του Καζαντζάκη ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μη βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου. Οι Αρχές και ο Στρατός φοβούνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης.
Οταν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί, θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ, ως παπάς, ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδησή μου με πείραζε πολύ. Ημουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ έναν βαφτισμένο χριστιανό, που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό.
Οσον αφορά τα βιβλία του, δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω. Το ‘σκασα κρυφά από τον Στρατό την ημέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα. Ολοι νόμισαν ότι με έστειλε η Εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Αγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια! Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες!»
Ο π. Καρπαθιωτάκης τιμωρήθηκε από στρατιωτικό δικαστήριο απλώς επειδή το έσκασε από το στρατόπεδο την ημέρα της κηδείας. Ισως δεν γνώριζαν τι ακριβώς είχε κάνει τις ώρες που έφυγε από τη μονάδα του, γιατί τότε η τιμωρία του μπορεί να ήταν αυστηρότερη. Στον π. Σταύρο, με το αιτιολογικό ότι απουσίασε από την υπηρεσία του χωρίς άδεια, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 20 ημερών.
Στην πράξη αυτού του θαρραλέου ιερέα από την Κρήτη αναφέρθηκε αργότερα και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος ο οποίος είχε πει: «Οταν έφτασε η σορός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Μενέλαος Παρλαμάς, μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό.
Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς Τύπου! Πουθενά παπάς. Οι βρακοφόροι Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν, έμαθα από άλλους παρόντες, άναψαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια.
Εκείνη την τραγική στιγμή, ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένα νέος παπάς με ράσα και θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!»
Η απαντητική επιστολή που λαμβάνει με ημερομηνία 13 Μαΐου 2003, την οποία παραθέτει σήμερα η «Ορθόδοξη Αλήθεια», αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ληφθέν προ ημερών, παρεπέμφθη εις το Αρχειοφυλάκιον διά τα περαιτέρω το, από της 10ης του τρέχοντος μηνός Μαΐου, προς τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Φιλαδελφείας κ. Μελίτωνα, Αρχιγραμματεύοντα της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, γράμμα υμών, δι’ ου ερωτάτε εάν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον αφώρισε τον λογοτέχνην Νικόλαον Καζαντζάκην διά το περιεχόμενον των έργων του. Εις απάντησιν, σεπτή εντολή, γνωρίζω υμίν, ότι ερευνήσας μετά προσοχής τους οικείους Κώδικας του Αρχείου, δεν ανεύρον τοιούτον αφορισμόν».
Λίγα χρόνια μετά την κηδεία του Καζαντζάκη, την Κρήτη επισκέφθηκε ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, όπως πληροφορεί σε σχετικό κείμενό του ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέας, τονίζοντας: «Είναι δε πολύ χαρακτηριστική η δήλωση του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα κατά την επίσκεψή του στην Κρήτη το 1961.
Οταν ρωτήθηκε για τον Νίκο Καζαντζάκη, απήντησε ότι “τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την πατριαρχική βιβλιοθήκη”. Συνεπώς, είναι σαφέστατο ότι ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε ποτέ από Εκκλησία. Βέβαια, οι μύθοι πλάθονται, θεριεύουν και συνοδεύουν ξεχωριστές προσωπικότητες, μεγάλες μορφές και τέτοιος ήταν ο Καζαντζάκης, ο οποίος δεν αφορίστηκε από την Εκκλησία κι ενταφιάστηκε κατά τους κανόνες και την τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας».
του Κώστα Παππά – από την Εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου