Ο Βασίλης Τσιτσάνης (18 Ιανουαρίου
1915 – 18 Ιανουαρίου 1984) ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες
του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, ένας από τους μεγαλύτερους
Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα,
του οποίου τραγούδια ακούγονται μέχρι και σήμερα.
Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς. Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη
μουσική και έμαθε μαντολίνο, βιολί και μπουζούκι. Το φθινόπωρο του 1936 ήρθε στην Αθήνα με κύριο σκοπό να σπουδάσει στη Νομική, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η μουσική. Οι πρώτες του επιρροές είναι τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο μαγαζί «Μπιζέλια». Σύντομα γνώρισε τον Δημήτρη Περδικόπουλο, που τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια. Το «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» είναι η πρώτη ηχογράφηση του Τσιτσάνη.
Την περίοδο 1937-1940 έγραψε τραγούδια που ηχογράφησε με τις φωνές του Περδικόπουλου και άλλων τραγουδιστών εκείνης της εποχής, όπως του Στράτου Παγιουμτζή, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Στελλάκη Περπινιάδη, με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης συμμετείχε σαν δεύτερη φωνή.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα διάστημα τεσσάρων ετών (1942–1946) είχε δικό του μαγαζί, το «Ουζερί ο Τσιτσάνης» στην οδό Παύλου Μελά 22. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, όπως τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Το 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά από τα Γρεβενά. Κουμπάρος ήταν ο προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη Νικόλαος Μουσχουντής, ο οποίος ήταν και διοικητής Χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης, αλλά και θαυμαστής του έργου τού Τσιτσάνη. Απέκτησε μια κόρη, τη Βικτώρια και ένα γιο, τον Κώστα.
Βασίλης Τσιτσάνης
Το 1946 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί ξανά. Δίπλα του έγιναν ευρέως γνωστές, τραγουδίστριες όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου, αλλά και ο τραγουδιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Τα επόμενα χρόνια ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή. Ειδικά μετά την πτώση της Χούντας, είχε ξεκινήσει συναυλίες σε στάδια και ανοιχτούς χώρους, κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά για λαϊκά τραγούδια. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο, ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου και ο αγαπημένος του μουσικός. Υπήρξε μεγάλος λάτρης του Άρη Θεσσαλονίκης, αλλά και του ιστορικού ποδοσφαιρικού Α.Ο. Τρίκαλα, πηγαίνοντας συχνά στο γήπεδο.
Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 (ημέρα των γενεθλίων του) στο Λονδίνο από καρκίνο, και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Προς τιμήν του, ο Δήμος Γλυφάδας μετονόμασε την οδό Βάου σε οδό Βασίλη Τσιτσάνη, καθώς ο τραγουδιστής κατοικούσε στη συγκεκριμένη οδό. Επίσης, κεντρικός δρόμος των Τρικάλων φέρει το όνομά του, όπως και άλλοι δρόμοι στην Ελλάδα.
Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απoμακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας το ρόλο του ρεφρέν»
Κάποια από τα πιο γνωστά τραγούδια του Τσιτσάνη
Αθηναίισσα, Ακρογιαλιές δειλινά, Με παράσυρε το ρέμα, Δηλητήριο στη φλέβα, Ξημερώνει και βραδιάζει, Δε ρωτώ ποια είσαι, Γλυκοχαράζουν τα βουνά, Γκιούλμπαχαρ, Μες στην πολλή σκοτούρα μου, Γιατί με ξύπνησες πρωί, Αχάριστη, Άσπρο πουκάμισο φορώ, Αρχόντισσα, Αργοσβήνεις μόνη, Απόψε στις ακρογιαλιές, Απόψε κάνεις μπαμ, Η λιτανεία του μάγκα, Κάνε λιγάκι υπομονή, Μη μου ξαναφύγεις πια, Πέφτεις σε λάθη, Σερσέ λα φαμ, Συννεφιασμένη Κυριακή...
(Με πληροφορίες από τη Wikipedia, άδεια χρήσης: Creative Commons)
Επιμέλεια – Γιώργος Σκάθαρος*
schooltime.gr
Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς. Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη
μουσική και έμαθε μαντολίνο, βιολί και μπουζούκι. Το φθινόπωρο του 1936 ήρθε στην Αθήνα με κύριο σκοπό να σπουδάσει στη Νομική, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η μουσική. Οι πρώτες του επιρροές είναι τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο μαγαζί «Μπιζέλια». Σύντομα γνώρισε τον Δημήτρη Περδικόπουλο, που τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια. Το «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» είναι η πρώτη ηχογράφηση του Τσιτσάνη.
Την περίοδο 1937-1940 έγραψε τραγούδια που ηχογράφησε με τις φωνές του Περδικόπουλου και άλλων τραγουδιστών εκείνης της εποχής, όπως του Στράτου Παγιουμτζή, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Στελλάκη Περπινιάδη, με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης συμμετείχε σαν δεύτερη φωνή.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα διάστημα τεσσάρων ετών (1942–1946) είχε δικό του μαγαζί, το «Ουζερί ο Τσιτσάνης» στην οδό Παύλου Μελά 22. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, όπως τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Το 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά από τα Γρεβενά. Κουμπάρος ήταν ο προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη Νικόλαος Μουσχουντής, ο οποίος ήταν και διοικητής Χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης, αλλά και θαυμαστής του έργου τού Τσιτσάνη. Απέκτησε μια κόρη, τη Βικτώρια και ένα γιο, τον Κώστα.
Βασίλης Τσιτσάνης
Το 1946 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί ξανά. Δίπλα του έγιναν ευρέως γνωστές, τραγουδίστριες όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου, αλλά και ο τραγουδιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Τα επόμενα χρόνια ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή. Ειδικά μετά την πτώση της Χούντας, είχε ξεκινήσει συναυλίες σε στάδια και ανοιχτούς χώρους, κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά για λαϊκά τραγούδια. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο, ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου και ο αγαπημένος του μουσικός. Υπήρξε μεγάλος λάτρης του Άρη Θεσσαλονίκης, αλλά και του ιστορικού ποδοσφαιρικού Α.Ο. Τρίκαλα, πηγαίνοντας συχνά στο γήπεδο.
Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 (ημέρα των γενεθλίων του) στο Λονδίνο από καρκίνο, και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Προς τιμήν του, ο Δήμος Γλυφάδας μετονόμασε την οδό Βάου σε οδό Βασίλη Τσιτσάνη, καθώς ο τραγουδιστής κατοικούσε στη συγκεκριμένη οδό. Επίσης, κεντρικός δρόμος των Τρικάλων φέρει το όνομά του, όπως και άλλοι δρόμοι στην Ελλάδα.
Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απoμακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας το ρόλο του ρεφρέν»
Κάποια από τα πιο γνωστά τραγούδια του Τσιτσάνη
Αθηναίισσα, Ακρογιαλιές δειλινά, Με παράσυρε το ρέμα, Δηλητήριο στη φλέβα, Ξημερώνει και βραδιάζει, Δε ρωτώ ποια είσαι, Γλυκοχαράζουν τα βουνά, Γκιούλμπαχαρ, Μες στην πολλή σκοτούρα μου, Γιατί με ξύπνησες πρωί, Αχάριστη, Άσπρο πουκάμισο φορώ, Αρχόντισσα, Αργοσβήνεις μόνη, Απόψε στις ακρογιαλιές, Απόψε κάνεις μπαμ, Η λιτανεία του μάγκα, Κάνε λιγάκι υπομονή, Μη μου ξαναφύγεις πια, Πέφτεις σε λάθη, Σερσέ λα φαμ, Συννεφιασμένη Κυριακή...
(Με πληροφορίες από τη Wikipedia, άδεια χρήσης: Creative Commons)
Επιμέλεια – Γιώργος Σκάθαρος*
schooltime.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου